- διάκριση
- η (AM διάκρισις) [διακρίνω]διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμανεοελλ.1. διαφορά2. επίγνωση, συναίσθηση3. διακριτικότητα, ευπρέπεια4. προτίμηση5. αντίληψη διαφοράς6. πληθ. διακρίσειςδυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους διαφοράς χρώματος, φύλου, κοινωνικής τάξης, θρησκευτικών και πολιτικών πεποιθήσεων7. φρ. α) «στη διάκριση κάποιου» — στην εξουσία κάποιου, στο δικαίωμα του να αποφασίσειβ) «τιμητική διάκριση» — τιμητικό έπαθλο, τιμητικό βραβείοεπιβράβευσηγ) «διάκριση εξουσιών» — κατανομή των εξουσιών μεταξύ τών τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής)δ) «διάκριση σημαίας» — η πράξη περιορισμού τής ελευθερίας τού εμπορίου με παρέμβαση τού κράτους ώστε να εξαναγκαστεί ο φορτωτής να επιλέξει για τη μεταφορά τού φορτίου πλοία τα οποία φέρουν τη σημαία τού κράτους αυτούαρχ.-μσν.1. το χάρισμα τής προφητείας2. απόφαση, κρίση3. ιατρική διάγνωση4. ερμηνεία οιωνών ή ονείρων5. διαφοροποίηση6. έκκριση7. μάχη, αγώνας8. (για σκύλους) η απόσταση ανάμεσα στα μάτια.
Dictionary of Greek. 2013.